Το δρόμο για εκτεταμένες ιδιωτικοποιήσεις κρίσιμων υπηρεσιών των δήμων ανοίγει η συγκυβέρνηση με το νομοσχέδιο που κατατέθηκε πρόσφατα στη Βουλή και έχει τίτλο: «Επείγουσες ρυθμίσεις αρμοδιότητας υπουργείου Εσωτερικών». Το νομοσχέδιο με τα 80 άρθρα έρχεται να κάνει τις απαραίτητες για το κεφάλαιο προσαρμογές στον «Καλλικράτη», ώστε να λειτουργεί ακόμα πιο αποτελεσματικά η Τοπική Διοίκηση ως κομμάτι του αστικού κράτους.
Οι ιδιωτικοποιήσεις που φέρνει το νομοσχέδιο αφορούν τους τομείς της καθαριότητας και του φωτισμού και γενικά όποια υπηρεσία θεωρείται ανταποδοτικού χαρακτήρα, όπως δράσεις Πολιτισμού, Αθλητισμού, κοινόχρηστοι χώροι κ.λπ. Δηλαδή, σχετίζονται με ανάγκες του λαού, για τις οποίες ήδη φορολογείται και πληρώνει.
Μόνο που τώρα, οι δήμοι θα βάζουν ως ενέχυρο τα μελλοντικά τους έσοδα από τα ανταποδοτικά τέλη καθαριότητας και φωτισμού – που εισπράττονται μέσω των λογαριασμών της ΔΕΗ – και θα υπογράφουν συμβάσεις με ιδιώτες που θα αναλάβουν αυτές τις υπηρεσίες. Οι επιχειρήσεις θα εισπράττουν κατευθείαν από τη ΔΕΗ αυτά τα εγγυημένα έσοδα. Με δεδομένο δε ότι τέτοιες υπηρεσίες, που θεωρούνται από τις βασικές σε έναν δήμο, θα παραχωρούνται σε ιδιώτες, είναι προφανές ότι χιλιάδες εργαζόμενοι στους δήμους θα βρεθούν στον «αέρα»…
Συγκεκριμένα, το άρθρο 45 του νομοσχεδίου αναφέρει: «Επιτρέπεται η εκχώρηση και η ενεχυρίαση εσόδων από ανταποδοτικά τέλη για την εξασφάλιση κάθε είδους δημοσίων συμβάσεων ιδίως έργου, προμήθειας, υπηρεσίας, παραχώρησης, σύμπραξης δημοσίου και ιδιωτικού τομέα κατά το ν. 3389/2005 και σύμβασης ενεργειακής απόδοσης κατά το ν. 3855/2010, οι οποίες συνάπτονται από τους Δήμους με σκοπό την εξυπηρέτηση της αντίστοιχης υπηρεσίας χάριν της οποίας επιβάλλονται τα ανταποδοτικά τέλη».
Το έδαφος, λοιπόν, που έχουν να δράσουν οι ιδιώτες είναι αρκετά αποδοτικό, αφού σε πλείστους δήμους τα ανταποδοτικά τέλη και γενικώς τα τέλη και πρόστιμα είναι όχι απλά αυξημένα αλλά αποτελούν την κυρίαρχη πηγή εσόδων τους.
Για παράδειγμα:
– Ένας δήμος υπογράφει σύμβαση με μια επιχείρηση και της αναθέτει την αποκομιδή των απορριμμάτων, «πατώντας» πάνω στην οικονομική αδυναμία να συντηρήσει και να επισκευάσει τα απορριμματοφόρα, να λειτουργήσει τα πλυντήρια για τους κάδους απορριμμάτων ή επειδή έχει μειωθεί το προσωπικό. Η συμφωνία κλείνει ως εξής: Ο επιχειρηματίας κάνει το έργο και στη συνέχεια εισπράττει ο ίδιος απευθείας από τη ΔΕΗ τα ανταποδοτικά τέλη που έχει επιβάλει ο δήμος και έχει πληρώσει η λαϊκή οικογένεια μέσω του λογαριασμού της ΔΕΗ.
– Το ίδιο ισχύει με το φωτισμό σε δρόμους, πλατείες, κοινόχρηστους χώρους, για τον οποίο το άρθρο του νομοσχεδίου κάνει ιδιαίτερη αναφορά. Τα τελευταία χρόνια πολλοί δήμοι ανέθεταν σε εταιρείες την αντικατάσταση στις λάμπες, με άλλες ειδικές χαμηλής ενέργειας. Όμως, λόγω των δραστικών περικοπών από το κεντρικό κράτος δεν μπορούσαν να πληρώσουν τα ποσά που είχαν συμφωνηθεί. Άλλες φορές δεν μπορούσαν να αποπληρώσουν τα δάνεια από το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων που έπαιρναν για να πληρώσουν τους εργολάβους. Έτσι, αυτό το έργο «πάγωσε». Τώρα, οι επιχειρήσεις θα μπορούν να προχωρούν σε συμφωνία με τους δήμους με ενέχυρο τα ανταποδοτικά τέλη φωτισμού και να εισπράττουν το ποσό από τη ΔΕΗ.
Ή δάνειο ή ιδιώτες…
Στην αιτιολογική έκθεση του νομοσχεδίου αναφέρεται πως η κυβέρνηση θέλει να διασώσει… τους δήμους από το δανεισμό για την άσκηση αρμοδιοτήτων ανταποδοτικού χαρακτήρα. Λένε, δηλαδή, ότι οι δήμοι έχουν δύο επιλογές για να παρέχουν υπηρεσίες: Ή δανεισμό ή ενεχυρίαση των εσόδων τους και παράδοση των ανταποδοτικών υπηρεσιών σε επιχειρήσεις. Και στη μία και στην άλλη περίπτωση το μάρμαρο το πληρώνουν οι εργαζόμενοι και οι λαϊκές οικογένειες. Και αυτό είναι ενδεικτικό του ρόλου που παίζει η Τοπική Διοίκηση.
Σε άλλο σημείο της εισηγητικής έκθεσης αναφέρεται πως η επιλογή αυτή θα διευκολύνει την αξιοποίηση κοινοτικών πόρων και χρηματοδοτικών εργαλείων, όπως το χρηματοδοτικό πρόγραμμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης «Jessica». Επιχειρείται, δηλαδή, η άσκηση μιας σταθερής και αναγκαίας υπηρεσίας προς τους δημότες, όπως η καθαριότητα, να ανατεθεί σε κοινοτικούς πόρους και εργαλεία, τα οποία διατίθενται μόνο εφόσον μπορούν να επιφέρουν επιπλέον έσοδα και προϋποθέτουν σύμπραξη με επιχειρηματίες. Είναι χαρακτηριστικό ότι το πρόγραμμα «Jessica», στο οποίο προτρέπει τους δήμους η κυβέρνηση, έχει ως προϋπόθεση για τη χρηματοδότηση έργων και υπηρεσιών, αυτά να φέρνουν έσοδα.
Η συγκεκριμένη επιλογή διευκολύνει δημάρχους που υποστηρίζουν τον εξορθολογισμό των δαπανών του δήμου τους ή την περιβόητη «οικονομική αυτοτέλεια», που συνεπάγονται περικοπές σε προσωπικό, απολύσεις, κατάργηση ή περαιτέρω περικοπές σε υπηρεσίες, ώστε να προχωρήσουν στην υλοποίηση αυτής της πολιτικής. Κυβέρνηση και δήμαρχοι συμπλέουν στο ότι η κρατική χρηματοδότηση προς τους δήμους θα σβήσει και σ΄αυτό το πλαίσιο αναζητούνται διέξοδοι ώστε να εκτελούνται υπηρεσίες με την ακόμα μεγαλύτερη εμπλοκή επιχειρηματικών σχημάτων. Και οι ευθύνες των δημάρχων είναι τεράστιες γι’ αυτό.
Τέλος, να αναφέρουμε ότι υπάρχουν δεκάδες γνωστά ή λιγότερο γνωστά τέλη και φόροι ανταποδοτικού χαρακτήρα, όπως: Καθαριότητας και Φωτισμού, Χρήσης Κτημάτων, Έργων ή Υπηρεσιών, Κοινόχρηστων Χώρων, Διαφημίσεων, Στάθμευσης Οχημάτων, Έκδοσης Αδειών Οικοδομών, Εκμετάλλευσης Λατομείων Αδρανών Υλικών, Τέλος επί των ακαθάριστων εσόδων κέντρων διασκέδασης, καθαριότητας λαϊκών αγορών, λουτρών και αφοδευτηρίων, χρήσεως αποβάθρων επιβατών και εμπορευμάτων κ.ά.