Ο απερχόμενος Δήμαρχος Διονύσου Γ. Καλαφατέλης σήμερα το πρωί μιλώντας με κατοίκους από την Άνοιξη που αγωνιούν εδώ και χρόνια για τις ιδιοκτησίες τους, μια που βρίσκονται σε οικισμό του οποίου η πολιτεία αμφισβητεί τα όρια, εμφανίστηκε αισιόδοξος: «Το πρόβλημα με τα όρια των οικισμών μάλλον βρίσκεται μπροστά στη λύση του. Τώρα που μιλάμε, πρέπει να έχει κατατεθεί στη Βουλή νομοσχέδιο που αναγνωρίζει τα όρια και τακτοποιεί τις υποθέσεις, τις δικές σας και χιλιάδων άλλων συμπολιτών μας». Το ίδιο άλλωστε υποστήριζε και σε σχετική ανακοίνωση του Δήμου, πριν από λίγες εβδομάδες.
Απ’ ό, τι φαίνεται, είχε δίκιο: Σε σημερινό- πλήρες από αναλυτική και ιστορική σκοπιά- ρεπορτάζ της Μ. Τζάννε, o ιστότοπος B2GREEN μιλάει για άρση- επιτέλους! -αναστολής των οικοδομικών αδειών και για «τέλος σε ένα σίριαλ με αμφισβητούμενο πολεοδομικό και νομικό καθεστώς», που ταλαιπώρησε χιλιάδες κατοίκων σε Άγιο Στέφανο και Άνοιξη επί σειρά ετών!
Το πλήρες κείμενο έχει ως εξής:
Άρση της αναστολής οικοδομικών αδειών και τέλος σε ένα σίριαλ με αμφισβητούμενο πολεοδομικό και νομικό καθεστώς δίνει διάταξη του υπουργείου Περιβάλλοντος για τα όρια οικισμών προϋφιστάμενων του 1923 που καθορίστηκαν με νομαρχιακές αποφάσεις. Η διάταξη, η οποία περιλήφθηκε στο άρθρο 63 του μνημονιακού νόμου για την πολεοδομική και χωροταξική μεταρρύθμιση αλλά αφαιρέθηκε μαζί με όλο το κεφάλαιο για τους οικοδομικούς συνεταιρισμούς και την ιδιωτική πολεοδόμηση, αναμένεται να επανέλθει στο νέο νομοσχέδιο το οποίο πρόκειται να κατατεθεί ξεχωριστά τις επόμενες ημέρες στη Βουλή από τον αναπληρωτή υπουργό Ν. Ταγαρά.
Οριζόντια ρύθμιση
Με την οριζόντια ρύθμιση που έρχεται να λύσει τα χέρια περίπου 20.000 πολιτών σε πρώτη φάση σε Αγιο Στέφανο και Άνοιξη, αλλά θεωρείται ότι αφορά και άλλους οικισμούς σε όλη τη χώρα οι οποίοι οριοθετήθηκαν μετά την ψήφιση του Συντάγματος του 1975 και πριν τον πρώτο εφαρμοστικό νόμο για τα δάση του 1979 (Ν.998/1979), η Πολιτεία αναγνωρίζει τα όρια των οικισμών που καθορίστηκαν με αποφάσεις του νομάρχη το 1976 και ακυρώνει τις πράξεις της διοίκησης, με τις οποίες τμήμα του Αγίου Στεφάνου είχε κηρυχθεί αναδασωτέα περιοχή, το 1985 και αντίστοιχα το 2010, μετά από πυρκαγιές.
Μολονότι υπάρχει ένας σοβαρός συνταγματικός προβληματισμός για την ακύρωση της απόφασης αναδάσωσης, καθώς μια έκταση που χαρακτηρίζεται δάσος ή αναδασωτέα περιοχή δεν μπορεί να αλλάξει χαρακτήρα, εκτός κι αν συντρέχουν λόγοι δημοσίου συμφέροντος, στο ΥΠΕΚΑ θεωρούν ότι ο σκόπελος αυτός μπορεί να ξεπεραστεί. Όπως αναφέρουν, η απόφαση της αναδάσωσης ήταν λανθασμένη από τη στιγμή που η Πολιτεία αναγνώριζε ότι εκεί υπάρχουν όρια οικισμού και προσθέτουν ότι όπως και στον νόμο για τα αυθαίρετα το ΣτΕ έχει κρίνει ως συνταγματικά αποδεκτό ό,τι είχε γίνει μέχρι το 1983 που εφαρμόστηκε ο νόμος Τρίτση, έτσι και στην περίπτωση του Αγίου Στεφάνου μπορεί να θεραπευτούν πράξεις της διοίκησης μεταξύ της ψήφισης του Συντάγματος και της εφαρμογής του πρώτου νόμου που έβαλε τους όρους και τους κανόνες για την προστασία των δασών και των δασικών εκτάσεων ορίζοντας τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία καθορισμού των ορίων για τους οικισμούς τους προϋφιστάμενους του 1923.
Λόγοι δημοσίου συμφέροντος
Στο ΥΠΕΚΑ υποστηρίζουν επίσης ότι συντρέχουν και λόγοι δημοσίου συμφέροντος. Οπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στην αιτιολογική έκθεση του νόμου, «στα όρια των οικισμών αυτών η διοίκηση έχει εκδώσει χιλιάδες διοικητικές πράξεις αδειών δόμησης για τις οποίες ισχύει το τεκμήριο της νομιμότητας και έχει αποδεχτεί διά των κανόνων δικαίου τη δημιουργία περιουσιακών δικαιωμάτων σε ακίνητα ως σε εντός σχεδίου περιοχές».
Είναι χαρακτηριστικό ότι το πρόβλημα στους δήμους της βορειοανατολικής Αττικής έχει φτάσει στο απροχώρητο τα τελευταία τέσσερα χρόνια όπου έχουν παγώσει οι μεταβιβάσεις ακινήτων στις περιοχές που έχουν κηρυχθεί αναδασωτέες, ενώ παράλληλα έχει επιβληθεί απαγόρευση έκδοσης οικοδομικών αδειών τόσο για νέα κτίρια όσο και για προσθήκες και συντηρήσεις σε υφιστάμενα. Επίσης, υπάρχουν σοβαρά εμπόδια σε έργα υποδομής, όπως αποχετευτικό, αποκομιδή απορριμμάτων, σχολεία κ.ά. Με βάση την προτεινόμενη ρύθμιση, τα όρια των οικισμών αυτών θα καταγραφούν στην ψηφιακή βάση δεδομένων που θα καταρτίσει το ΥΠΕΚΑ και στην οποία θα ενταχθούν έως το 2020 όλα τα πολεοδομικά σχέδια, ώστε όταν ο δήμος εκπονήσει τοπικό χωρικό σχέδιο ή ρυμοτομικό, τα όρια αυτά να είναι αποτυπωμένα. Συγχρόνως ορίζεται ότι κατά την έγκριση πολεοδομικής μελέτης θα απαιτείται η σύνταξη και έγκριση μελέτης περιβαλλοντικού ισοζυγίου με προδιαγραφές που καθορίζονται από τον υπουργό ΠΕΚΑ.
Πώς αναπτύχθηκαν οι οικισμοί σε αναδασωτέα περιοχή
Πώς όμως φτάσαμε μέχρι εδώ και γιατί η Πολιτεία άφησε να περάσουν τόσα χρόνια μέχρι να βρεθούν λύσεις που να αίρουν τη σύγκρουση μεταξύ δασικής και πολεοδομικής νομοθεσίας; Σύμφωνα με τον νομικό Δ. Χριστοφιλόπουλο, αλλά και τον πρόεδρο του εξωραϊστικού συλλόγου «Αγίας Παρασκευής» Αγίου Στεφάνου Δ. Γιαννιό, το χρονικό της υπόθεσης έχει ως εξής: ο Άγιος Στέφανος και η Άνοιξη αποτελούσαν ενιαίο οικισμό προϋφιστάμενο του 1923, γνωστό και ως Μπογιάτι, που τα όριά του προσδιορίστηκαν το 1940 από την τότε αρμόδια Πολεοδομική Υπηρεσία με έγγραφο του Γραφείου Σχεδίων Πόλεων Αττικής και Βοιωτίας.
Στη συνέχεια, το 1976, με απόφαση του νομάρχη Αττικής (30628/2903/28-9-1976-ΦΕΚ 311Δ) επιβεβαιώθηκαν και διευκρινίστηκαν τα όρια του Αγίου Στεφάνου, όπως επίσης και αυτά της Άνοιξης, με άλλη αντίστοιχη απόφαση, αφού είχαν ήδη χωριστεί οι δύο κοινότητες.
Το 1982, χωρίς να έχουν ακυρωθεί ή αμφισβητηθεί τα όρια του οικισμού του Αγίου Στεφάνου και της Άνοιξης, το Δασαρχείο Πεντέλης εισηγείται και η Νομαρχία κηρύσσει αναδασωτέα περιοχή εμπίπτουσα εντός των ορίων των δύο οικισμών. Το παράδοξο είναι ότι η απόφαση αναδάσωσης ουδέποτε γνωστοποιείται στα αρμόδια όργανα της Πολιτείας (κοινότητες, Πολεοδομία, συμβολαιογραφικός σύλλογος, Υποθηκοφυλάκιο κ.ά.), με αποτέλεσμα αφενός να μην υπάρχει προσφυγή εναντίον της, αφετέρου ο δήμος να συνεχίσει να χορηγεί πιστοποιητικά ότι τα οικόπεδα της προαναφερθείσας περιοχής βρίσκονται εντός ορίων οικισμού προϋφιστάμενου του 1923 και μπορούν να οικοδομηθούν, το αρμόδιο Πολεοδομικό Γραφείο να εκδίδει άδειες οικοδομής, οι συμβολαιογράφοι να κάνουν μεταβιβάσεις κανονικά, το Υποθηκοφυλάκιο να υλοποιεί τις μεταγραφές, οι εφορίες να εισπράττουν τον φόρο μεταβίβασης θεωρώντας αστικά τα ακίνητα κ.τ.λ. Η ζωή στην περιοχή εξακολουθεί να μην επηρεάζεται και οι πόλεις αναπτύσσονται κανονικά σαν να μην υπάρχει η παραπάνω απόφαση!
Για πρώτη φορά τα όρια του οικισμού αμφισβητούνται με απόφαση του ΣτΕ το 1985 για τυπικούς λόγους, επειδή, όπως αναφέρεται, ο νομάρχης που εξέδωσε την απόφαση 2903/1976 δεν είχε την εξουσιοδότηση. Και πάλι, όμως, παρά την αμφισβήτηση, η απόφαση ουδέποτε ακυρώθηκε.
Η απόφαση αναστολής
Το 2005, κατόπιν προσφυγής πολίτη στο ΣτΕ για περιοχή που είχε κηρυχθεί αναδασωτέα το 1982, ακυρώνεται άδεια οικοδομής. Με αφορμή την απόφαση αυτή η Πολεοδομία αποφασίζει αναστολή οικοδομικών αδειών και ανάκληση όσων είχαν χορηγηθεί κατά τη διάρκεια της κοινοποίησης της απόφασης του ΣτΕ.
H υπόθεση περιπλέκεται ακόμη περισσότερο το 2010, καθώς ύστερα από νέα πυρκαγιά εκδίδεται νέα κήρυξη αναδάσωσης, η οποία περιλαμβάνει επιπλέον 400 στρέμματα εντός των ορίων του οικισμού του Αγίου Στεφάνου και επανακηρύσσει την προηγούμενη αναδάσωση του 1982, που ήταν περίπου άλλα τόσα στρέμματα. Το κερασάκι στην τούρτα έρχεται με τον νόμο 3889/2010 (περί δασικών χαρτών, πράσινου ταμείου κ.λπ.) της Τ. Μπιρμπίλη, με τον οποίο όλοι οι οικισμοί που έχουν οριοθετηθεί πριν από το 1979 παύουν να έχουν ισχυρά όρια. Σύμφωνα με το άρθρο 24 του νόμου, θα εκδοθούν δασικοί χάρτες με βάση αεροφωτογραφίες από το 1945 μέχρι σήμερα. Για όσες περιοχές εντός των ορίων του οικισμού περιλαμβάνονται μέσα στους δασικούς χάρτες καθορίζεται μια επίπονη και χρονοβόρα διαδικασία για την απόδειξη της νόμιμης αλλαγής του δασικού χαρακτήρα της περιοχής και την εν συνεχεία πολεοδόμηση με αυστηρούς όρους. Η Τοπική Αυτοδιοίκηση αλλά και πολίτες της περιοχής πολιορκούν για οριστική λύση το υπουργείο Περιβάλλοντος. Γίνονται απανωτές συσκέψεις στο ΥΠΕΚΑ, με πλέον πρόσφατη εκείνη μεταξύ του αναπληρωτή υπουργού κ. Ταγαρά, του απερχόμενου δημάρχου Διονύσου Γ. Καλαφατέλη και υπηρεσιακών παραγόντων στην οποία «κλείδωσε» η ρύθμιση. Εκείνο που περιμένουν με αγωνία τώρα οι δύο περιοχές είναι να ψηφιστεί από τη Βουλή.