*του Θ. Σταθόπουλου
Άκρως ενδιαφέρον το άρθρο του δημοσιογράφου Θ. Σταθόπουλου, που δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα enypografa.gr πριν από λίγες ημέρες, μιλά για το δύσκολο εγχείρημα της -απαραίτητης- αυτονόμησης της Τοπικής Αυτοδιοίκησης από την κεντρική εξουσία και εντοπίζει τις παθογένειες που συναντώνται στη συντριπτική πλειονότητα των Δήμων της χώρας, απόρροια νοοτροπίας και πρακτικών που ενθαρρύνθηκαν και ακολουθήθηκαν επί σειρά δεκαετιών:
Αναμφίβολα οι θέσεις που διατύπωσε η Κεντρική Ένωση Δήμων Ελλάδος (ΚΕΔΕ) στο πλαίσιο του συνεδρίου «Δήμοι και Επιχειρηματικότητα» ήταν ενδιαφέρουσες.
Ουσιαστικά ζήτησε τη σταδιακή αυτονόμηση της Αυτοδιοίκησης από την κεντρική εξουσία, διεκδικώντας για τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ) τη δυνατότητα να εισπράττουν φόρους, να έχουν δικούς τους μηχανισμούς είσπραξης ιδίων εσόδων, να σχεδιάζουν και να διαχειρίζονται τους πόρους των κοινοτικών χρηματοδοτήσεων, να προωθούν την επιχειρηματικότητα, να εφαρμόζουν ίδια πολεοδομική πολιτική, ενταγμένη ωστόσο σε ένα γενικό στρατηγικό σχεδιασμό, κ.λπ.
Καθεμία από τις προτάσεις της ΚΕΔΕ θα μπορούσε να αποτελέσει και ένα κεφάλαιο στο πλαίσιο της νέας αυτοδιοικητικής μεταρρύθμισης που σκοπεύει να υλοποιήσει η σημερινή κυβέρνηση. Πόσο υλοποιήσιμη είναι, όμως, η πρόταση της ΚΕΔΕ για αυτονόμηση της Αυτοδιοίκησης, υπό τα σημερινά δεδομένα;
Για παράδειγμα, τι δυνατότητα έχουν οι Δήμοι να εισπράττουν φορολογικά έσοδα, όταν οι υφιστάμενοι εισπρακτικοί μηχανισμοί τους δεν τους επιτρέπουν (αυτό αποδεικνύουν οι ταμειακοί απολογισμοί των περισσότερων δήμων) να εισπράξουν ούτε τα δικά τους έσοδα;
Επίσης, με ποιο εξειδικευμένο προσωπικό θα σχεδιάσουν και θα διαχειρισθούν κοινοτικούς πόρους, όταν ακόμη και για απλές μελέτες σήμερα προχωρούν σε εξωτερικές αναθέσεις, προβάλλοντας μονίμως το επιχείρημα της έλλειψης εξειδικευμένων στελεχών;
Και τι θα γίνει με εκείνους τους δήμους που, λόγω, πληθυσμιακών ή άλλων χαρακτηριστικών, δεν μπορούν να διαθέτουν μηχανισμούς που να εξασφαλίζουν τη βιωσιμότητά τους σε ένα νέα αυτονομημένο περιβάλλον; Αρκεί ο αναδιανεμητικός μηχανισμός, που προτείνει η ΚΕΔΕ, να λύσει το πρόβλημά τους και ποιος θα διαχειρίζεται τον μηχανισμό αυτόν; Μήπως, κάποιο συλλογικό αυτοδιοικητικό όργανο; Και τότε, μήπως δημιουργηθεί ένα άλλα κέντρο εξάρτησης και «πατρωνίας», που απλώς αντί να έχει ως «έδρα» την κεντρική εξουσία, θα εδράζεται σε κάποιο αυτοδιοικητικό κέντρο;
Τα παραπάνω ερωτήματα δεν τίθενται για να αντικρουστεί η αναγκαιότητα σταδιακής αυτονόμησης της Αυτοδιοίκησης, που όντως αποτελεί μονόδρομο για την ανάπτυξη του τόπου. Αλλά για να υποδειχθεί το δύσκολο του εγχειρήματος και η πάρα πολλή και σοβαρή δουλειά που πρέπει να καταβάλλουν οι αυτοδιοικητικοί, προκειμένου να πείσουν ότι μπορούν να ανταποκριθούν σε μία τόσο τολμηρή και οραματική αλλαγή. Και μέχρι σήμερα απέχουμε πολύ από το να υποστηρίξουμε με επιχειρήματα κάτι τέτοιο…
Μερικές αλήθειες είναι πικρές, αλλά θα πρέπει να λέγονται και να γράφονται, αν θέλουμε πραγματικά να διορθώσουμε τα λάθη μας και να ανοίξουμε νέο κεφάλαιο και στην Αυτοδιοίκηση.
Μεγάλο τμήμα των Δημοτικών Συμβουλίων απαρτίζεται από μέλη των οποίων η εκλογή δεν εξαρτήθηκε από το επίπεδο της επαγγελματικής, επιστημονικής ή άλλης κατάρτισής τους, αλλά από την έκταση και το βάθος των πελατειακών σχέσεών τους με ευρύτατα τμήματα των τοπικών κοινωνιών τους. Το αποτέλεσμα είναι, πολλές φορές, να μην μπορούν να παρακολουθήσουν ούτε το τι ακριβώς συζητείται στα επί μέρους Δημοτικά Συμβούλια…
Αρκετοί δήμαρχοι και δημοτικές Αρχές ακόμη και σήμερα, παρά το, υποτίθεται, ασφυκτικό πλαίσιο οικονομικού και θεσμικού ελέγχου από πλευράς κεντρικής διοίκησης, εξακολουθούν να διαχειρίζονται και να διανέμουν το δημοτικό χρήμα με κριτήρια που κάθε άλλο παρά αξιοκρατικά θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν. Και εδώ οι τοπικές διαπλοκές και «συμπάθειες» έχουν τον πρώτο λόγο στην ανάθεση του όποιου έργου…
Ο τρόπος που αρκετοί δήμοι αντιμετώπισαν κι εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν πολεοδομικά θέματα, ζητήματα υποδομών και προβλήματα καθημερινότητας στις περιοχές τους μάλλον δεν τους αναδεικνύει σε κατάλληλους μελλοντικούς διαχειριστές ευρύτερων πολεοδομικών ή άλλων σχεδιασμών.
Με άλλα λόγια, οι προτάσεις της ΚΕΔΕ για αυτονόμηση είναι πράγματι αναγκαίες για μία ουσιαστική αυτοδιοικητική ανασυγκρότηση, ωστόσο χωρίς τη ριζική αλλαγή νοοτροπίας και των αυτοδιοικητικών, θα καταλήξει σε μία από τα ίδια, αν δεν οδηγήσει σε ακόμη χειρότερες καταστάσεις. Για παράδειγμα, δεν θα θέλαμε να σκεφθούμε τι θα συμβεί εάν ένας μεγάλος αριθμός αυτονομημένων οικονομικά και θεσμικά δήμων δεν καταφέρουν να διαχειρισθούν ορθολογικά τις δαπάνες τους και πτωχεύσουν. Τι θα συμβεί τότε; Το κεντρικό κράτος θα αφήσει ολόκληρες περιοχές της χώρας να «βυθιστούν» ή θα σπεύσει να τις στηρίξει (όπως είναι λογικό) με ό,τι αυτό θα συνεπάγεται για το πορτοφόλι του συνόλου των κατοίκων της χώρας;
Αν κάτι τρομάζει δεν είναι το μέγεθος και η έκταση των αλλαγών που προτείνει η ΚΕΔΕ προς την κατεύθυνση «αποδέσμευσης» της Αυτοδιοίκησης από την κεντρική εξουσία. Αυτό που τρομάζει είναι ότι, πριν από αυτό, δεν έχει προχωρήσει σε γενναία αυτοκριτική για τη δικά της λάθη, παραλείψεις, αστοχίες κ.λπ. Αυτό που προβληματίζει είναι ότι δεν έχει βγει ποτέ να επικρίνει αυτοδιοικητικές επιλογές που «έριξαν και ρίχνουν νερό στον μύλο της αμφισβήτησης» της Αυτοδιοίκησης, γεμίζοντας τις σελίδες των ανεξάρτητων ελεγκτικών Αρχών με μικρά και μεγάλα σκάνδαλα.
Εκτός και εάν η ΚΕΔΕ πιστεύει πως για ό,τι έχει συμβεί στη χώρα ευθύνεται μόνον η κεντρική εξουσία και η Αυτοδιοίκηση είναι αθώα του αίματος…
Εν κατακλείδι, για να προχωρήσουν ριζοσπαστικές αλλαγές στην Αυτοδιοίκηση, θα πρέπει να αλλάξουν και οι ίδιοι οι αιρετοί, αποδεικνύοντας ότι είναι πλέον αποφασισμένοι να εξαλείψουν και τις δικές τους εξαρτήσεις από την κεντρική πολιτική δεξαμενή που εξέθρεψε και συντήρησε γενιές και γενιές αυτοδιοικητικών παραγόντων…