Τρεις μήνες ακριβώς έχουν περάσει από τότε που η Δημοτική Αρχή Διονύσου σε μια άνευ προηγουμένου μεθόδευση προχώρησε στην παρωδία εκλογής Προέδρου μειοψηφίας στο σημαντικότερο συλλογικό όργανο του Δήμου ευθύνης της, καταστρατηγώντας κάθε έννοια νομιμότητας αλλά και κοινής λογικής. Η αρμόδια Επιτροπή του άρθρου 152, όπου προσέφυγαν παρατάξεις και ανεξάρτητοι δημοτικοί σύμβουλοι, το είπε καθαρά και ξάστερα. “Νομίμως, βασίμως και αληθώς” ασκήθηκε η προσφυγή- γιατί και οι διατάξεις του νόμου είναι καθαρές και ξάστερες: Για να εκλεγεί Προεδρείο, δηλαδή Πρόεδρος- Αντιπρόεδρος- Γραμματέας Δημοτικού Συμβουλίου, πρέπει να συγκεντρώσει συγκεκριμένες πλειοψηφίες- και όχι τυχαίους αριθμούς ψήφων, και σίγουρα όχι μειοψηφικά. Και αν αυτό δεν γίνει εφικτό σε δυο Κυριακές με αλλεπάλληλες ψηφοφορίες, τότε και πάλι μια πλειοψηφία χρειάζεται- αυτή του αριθμού ψήφων που συγκέντρωσαν οι προτεινόμενοι για τις παραπάνω θέσεις στις δημοτικές εκλογές. Ο λόγος είναι προφανής- θέμα καθαρά κοινής λογικής: Τα μέλη του Προεδρείου πρέπει να έχουν την αποδοχή όσο το δυνατόν μεγαλύτερου μέρους του Σώματος. Και αν δεν την εξασφαλίσουν με εκλογή ανάμεσα στους συναδέλφους τους, τότε η ανάδειξή τους στο αξίωμα θα πρέπει να έχει τουλάχιστον την κοινωνική αποδοχή, όπως αυτή εκφράστηκε με τους σταυρούς προτίμησης που πήραν στις δημοτικές εκλογές.
Αντί για τα παραπάνω, και για να εφαρμοστεί το αυτονόητο, που ήταν και το νόμιμο εν προκειμένω, χρειάστηκαν: μια προσφυγή, τρεις μήνες, ματαιωμένες συνεδριάσεις με τις παρατάξεις της μειοψηφίας να απέχουν συστηματικά, ορισμός μελών στις δυο σημαντικότατες Επιτροπές του Δήμου με μια επίσης διάτρητη διαδικασία (σ.σ. επιμένουμε: στις Επιτροπές πρέπει να εκπροσωπούνται τρεις, κι όχι με το ζόρι δυο παρατάξεις, αλλά μέχρι στιγμής τίποτα σχετικό δεν έχει ανακοινωθεί), Δελτία Τύπου με άκαιρους πανηγυρισμούς και απαράδεκτους λεονταρισμούς και ένα κλίμα καχυποψίας και αντιπαράθεσης με την πρώτη ευκαιρία.
Μαζί με τα παραπάνω εκτέθηκαν:
Η δημοτική σύμβουλος και δικηγόρος Β. Ζώτου, που ανεδείχθη με το στανιό Πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου με μόλις 15- επί συνόλου 41- ψήφους. Η κ. Ζώτου κατά τους προηγούμενους τρεις μήνες δεν παρέλειπε να υπογραμμίζει την ιδιότητά της ως νομικού, δηλαδή του γνώστη των νόμων και του δικαίου, σε κάθε ευκαιρία. Η πρόθυμη αποδοχή εκ μέρους της της διαδικασίας που την έφερε προσωρινά στην καρέκλα του Προέδρου του Δημοτικού Συμβουλίου, την εκθέτει ανεπανόρθωτα (σ.σ. να υποθέσουμε πως η γραπτή αναφορά που η ίδια υπέβαλε στον Ελεγκτή Νομιμότητας για τις απουσίες διαμαρτυρίας των μειοψηφιών θα μπει στο αρχείο;)
Το ίδιο εκτεθειμένοι παραμένουν και οι δυο δικηγόροι του Δήμου- ο ένας με την πάγια αντιμισθία και ο άλλος, ο ειδικός σύμβουλος του Δημάρχου. Η δουλειά τους είναι να προστατεύουν τον εργοδότη τους από τα ολισθήματα και τις κακοτοπιές- και όχι να ψάχνουν να βρίσκουν επιχειρήματα για να τις (υπο)στηρίξουν.
Εκτίθενται επιπλέον και όσοι δημοτικοί σύμβουλοι της Διοίκησης βιάστηκαν να συμβουλεύσουν το Δήμαρχο, βασιζόμενοι στα παραδείγματα της Κάσου, των Σπάτων και του Μαραθώνα, λησμονώντας ή αγνοώντας- ως μη όφειλαν- πως για το Δήμο Διονύσου η ιστορία αυτή επαναλαμβανόταν για τρίτη φορά. Ήταν και η φαρμακερή: Η Πρόεδρος που εξέτασε την προσφυγή φέτος, ήταν η ίδια που είχε εξετάσει την (όμοια) προσφυγή Πασιπουλαρίδη πριν από τρία χρόνια. Με σχετική βεβαιότητα μπορούμε πλέον να υποθέσουμε πως καμιά Αποκεντρωμένη Διοίκηση και κανένας υπάλληλος του Υπουργείου δεν θα ξαναβγάλει απόφαση που να δέχεται την εκλογή Προεδρείου Δημοτικού Συμβουλίου έστω και με μια ψήφο.
Εκτίθεται, τέλος, ο ίδιος ο Δήμαρχος Δ. Ζαμάνης: Είτε αφέθηκε βολικά να πειστεί είτε ήταν ο ιθύνων νους, αγνόησε μέχρι τέλους όλες τις επισημάνσεις των υπηρεσιακών παραγόντων και φέρει ακέραιη την ευθύνη της αναστάτωσης που συνεχίζει να κυριαρχεί στα θεσμικά όργανα του Δήμου: Ας μη λησμονούμε πως στις 11 Μαΐου το Δημοτικό Συμβούλιο συνεδρίασε για να συζητήσει 54 ιδιαιτέρως κρίσιμα και “ακριβά” θέματα, που τα ξεπέταξε αβασάνιστα σε λιγότερο από μιάμιση ώρα, μια που παρόντες ήταν μόνο οι σύμβουλοι της Δημοτικής Αρχής, και μια “μεταγραφή” της τελευταίας στιγμής. Εκείνη η συνεδρίαση κόστισε στην πόλη αρκετές χιλιάδες ευρώ. Άγνωστο παραμένει πόσο θα κόστιζε αν ακουγόταν και ο αντίλογος, οι επιφυλάξεις, οι παρατηρήσεις, οι προβληματισμοί από τις μειοψηφίες. Φοβούμαστε πως θα κοστίσει πολύ περισσότερο στο μέλλον. Η παρακαταθήκη για τα επόμενα δυόμιση χρόνια δεν είναι ευοίωνη: Ο σεβασμός των πολιτών, των αιρετών, του καθένα, για τους θεσμούς είναι απαραίτητος, θεμελιακής σημασίας. Τι γίνεται όμως όταν αυτοί που τους εκπροσωπούν, δεν τους σέβονται το ίδιο;