logo


Τριάντα χρόνια τώρα εγκλωβισμένοι ιδιοκτήτες ακινήτων στους οικισμούς του Δήμου Διονύσου βιώνουν τον παραλογισμό της πολιτείας που από τη μια τους έδωσε, νόμιμα νομιμότατα, άδειες να αγοράσουν, να χτίσουν, να επενδύσουν στο μέλλον το δικό τους και των παιδιών τους κι από την άλλη τους τραβάει το χαλί κάτω από τα πόδια- κυριολεκτικά- γιατί δεν αναγνωρίζει τις ίδιες αυτές ιδιοκτησίες ως νόμιμες, τους ίδιους τους θεωρεί σε πολλές περιπτώσεις καταπατητές, ενώ καθηλώνει την περιουσία τους με την απειλή πως μπορεί να είναι και δασική. Το πρόβλημα των οικισμών με τον καθορισμό των ορίων τους, σε στενότατη συνάρτηση με την ανάρτηση των δασικών χαρτών, θα συζητηθεί σε λίγες ώρες από το Δημοτικό Συμβούλιο Διονύσου. Με την ευκαιρία αυτή η Οδός Διονύσου ζήτησε την άποψη δυο μηχανικών της πόλης, που ως κάτοικοι αλλά και επαγγελματίες, ασχολούνται επί χρόνια με το οικιστικό- δασικό πρόβλημα του Δήμου Διονύσου. Η Λ. Φέρμελη και ο Γ. Λαγκαδινός πηγαίνουν τριάντα χρόνια πίσω, όταν κανένας ιδιοκτήτης της περιοχής δεν ήταν όμηρος αντικρουόμενων, και πολλές φορές παράλογων, αποφάσεων, διατρέχουν τη νομοθεσία και τις πτυχές του ζητήματος, προβληματίζονται για το στόχο της σημερινής συζήτησης στο Δημοτικό Συμβούλιο και προτείνουν κάποιες πρώτες λύσεις για τον απεγκλωβισμό εκατοντάδων οικογενειών της πόλης. Της ίδιας πόλης που όταν δει αυτό το οικιστικό- δασικό πρόβλημα να λύνεται, τότε θα μπορεί με σιγουριά και γνώση να προγραμματίσει και το μέλλον της. Και οι δυο μηχανικοί είναι ιδιοκτήτες μέσα σε οικισμούς- η κ. Φέρμελη στη Ραπεντώσα του Διόνυσου και ο κ. Λαγκαδινός στην Άνοιξη- και η μοναδική προϋπόθεση για την κουβέντα που ακολουθεί ήταν: “Μην θεωρήσετε τίποτα αυτονόητο, δεδομένο ή γνωστό. Ξεκινήστε από την αρχή”.

Οδός Διονύσου: Να πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά. Τι σημαίνει οικισμός προ του 1923, ποιοι είναι αυτοί οι οικισμοί στο Δήμο Διονύσου, γιατί ακόμη δεν έχουν όρια και γιατί αυτό έχει αναδειχθεί στο μεγαλύτερο πρόβλημα της πόλης;

Γιώργος Λαγκαδινός: Να σου πω κατ’ αρχάς πως το ίδιο πρόβλημα αντιμετωπίζουν οι οικισμοί που προϋφίστανται του 1923 σε όλη την Ελλάδα, που τα όριά τους καθορίστηκαν με Νομαρχιακές αποφάσεις. Αυτές τις αποφάσεις τις «ακύρωσε» το Συμβούλιο της Επικρατείας θεωρώντας αναρμόδιο τον Νομάρχη, με αποτέλεσμα οι ιδιοκτήτες μέσα στους οικισμούς αυτούς να βρίσκονται στον αέρα. Το παράδοξο εδώ είναι πως τα όρια δεν έχουν “πέσει”, όπως λέμε, εντούτοις  παρουσιάζονται ζητήματα αναγνώρισής τους. Έτσι αν κάποιος, για παράδειγμα, προσφύγει, τότε πολύ πιθανό αυτός που έχει χτίσει μέσα σε τέτοιο οικισμό να βρει το μπελά του και να χρειαστεί να αποδείξει ότι δεν παρανόμησε. Το πρόβλημα είναι και τεχνικό, για τους μηχανικούς που υπογράφουν τις σχετικές βεβαιώσεις: Αν κάποιος θέλει να αγοράσει σπίτι ας πούμε, τι θα υπογράψω, ότι είναι εντός ή εκτός οικισμού προ του ’23;

Λυδία Φέρμελη: Να σου απαντήσω για το ποιοι οικισμοί προ του ‘23 υπάρχουν στο Δήμο μας. Η Άνοιξη σε δυο περιοχές, δηλαδή Άγ. Άγγελοι-Πρόοδος και περιμετρικά του κέντρου που έχει παλιό Ρυμοτομικό Σχέδιο, ο Άγ. Στέφανος ακτινωτά γύρω από το κέντρο, που κι εδώ υπάρχει παλιό Ρυμοτομικό Σχέδιο, και η Ραπεντώσα, ένας πολύ πολύ μικρός οικισμός, 25 στρέμματα όλος κι όλος, που εμφανίζεται σε Διάταγμα του 1840, οριοθετήθηκε με Νομαρχιακή απόφαση το 1979, έχει παραμείνει ίδια από την αρχική διανομή και κάποτε ήταν το κέντρο της σημερινής Κοινότητας εξυπηρετώντας τους λατόμους της περιοχής. Εδώ έχουμε και το Διάταγμα του Πεντελικού, από το οποίο η Ραπεντώσα εξαιρέθηκε ως οικιστική περιοχή, Ζώνη Γ.

Γ.Λ.: Υπάρχει και άλλη μια κατηγορία οικισμών, όπως το Σπατατζίκι για παράδειγμα, που η Διεύθυνση Δασών τούς θεωρεί στάσιμους, δηλαδή δεν εξελίχθηκαν. Και αυτό αναφέρεται σε επίσημες συζητήσεις, για οικισμούς που “έχουν χαθεί πια”, ως άλλοθι προφανώς του γιατί δεν προχωρούν σε γενικότερες διορθώσεις. Να ξεκαθαρίσουμε κάτι: Όπου υπάρχουν σπίτια, είναι οικισμοί. Για τους οικισμούς προ του ’23, συνεπώς, ψάχνουμε σπίτια πριν από την ημερομηνία αυτή, δηλαδή να υπάρχει ένδειξη οικιστικής παρουσίας και δραστηριότητας. Το ότι έχει οριοθετηθεί ένας οικισμός προ του ’23, όμως, δεν σημαίνει πως ήταν γεμάτος σπίτια από τότε. Προσδιορίζουμε απλά την ύπαρξη κατοικιών και οριοθετούμε ως οικισμό μια ευρύτερη περιοχή, όπου εκεί η δόμηση επιτρέπεται με τους όρους δόμησης που διέπουν αυτούς τους οικισμούς. Για μένα το ερώτημα μπαίνει ως εξής: Για ποιο λόγο πάμε να χαρακτηρίσουμε μια περιοχή ως οικισμό; Με σκοπό να την πολεοδομήσουμε; Με σκοπό να την προστατέψουμε;

Ο.Δ.: Αντιλαμβάνομαι πως ο χαρακτηρισμός μιας περιοχής ως οικισμού με σαφή και μη αμφισβητούμενα όρια, κατοχυρώνει τις περιουσίες των ιδιοκτητών και δίνει δυνατότητες για οικιστική ανάπτυξη και εκμετάλλευση, σωστά;

Γ.Λ.: Κοίτα, βάζοντας μια ευρύτερη περιοχή στο Σχέδιο, μπορεί να έχει τμήματα εκτός Σχεδίου αλλά και οικισμούς προ του ’23. Η αντιμετώπιση είναι προφανώς διαφορετική. Υπάρχει μεγαλύτερη εισφορά σε γη και χρήμα από τους ιδιοκτήτες στην ένταξη της εκτός Σχεδίου περιοχής, αλλά δεν υπάρχει εισφορά σε χρήμα για τους ιδιοκτήτες εντός οικισμών προ του ’23. Αυτό παίζει μεγάλο ρόλο σε κάποιους που θέλουν να πολεοδομήσουν τις περιοχές τους, τουλάχιστον δηλαδή να μην υπάρχει μεγάλη επιβάρυνση, και σε γη και σε χρήμα. Για να επανέλθω στην αρχική συζήτησή μας, για τους τρεις οικισμούς του Δήμου, που δεν διέπονται όλοι από το ίδιο καθεστώς, τα προβλήματα ξεκίνησαν από το 2010, με το νόμο Μπιρμπίλη.

Ο.Δ.: Μέχρι τότε τι ίσχυε;

Γ.Λ.- Λ.Φ.: Μέσα στους οικισμούς, έχτιζαν όλοι χωρίς κανένα πρόβλημα.

Ο.Δ.: Και μετά;

Γ.Λ.: Υπήρχε λοιπόν η απόφαση του ΣτΕ που ακύρωνε τις Νομαρχιακές αποφάσεις περί καθορισμού ορίων, με την αιτιολογία πως οι Νομάρχες δεν είχαν τη σχετική αρμοδιότητα. Έτσι οι οικισμοί μας βρέθηκαν με πρόβλημα, με ερωτηματικό. Ίδια με του Στε ήταν και η θέση του Συνήγορου του Πολίτη, που πρότεινε στην πολιτεία να αντιμετωπίσει την κατάσταση με κάποιον τρόπο. Από τη μια πλευρά λοιπόν έχουμε το ΥΠΕΧΩΔΕ, που η Διεύθυνση Πολεοδομίας τόσα χρόνια έδινε άδειες κανονικά, και δεν άλλαζε τα όρια. Και από την άλλη έχουμε τη Διεύθυνση Δασών που διατείνεται πως όλοι οι οικισμοί έχουν περιοχές με δασικό χαρακτήρα. Αυτό για την Άνοιξη, που την ξέρω καλύτερα, προέκυψε το 1982, πέντε χρόνια μετά τη Νομαρχιακή απόφαση περί ένταξης στο Σχέδιο, όταν το Δασαρχείο, που προφανώς παρακολουθεί την περιοχή μας, ξεκίνησε να κάνει τους προσωρινούς Κτηματικούς Χάρτες.

Λ.Φ.: Ήταν αν θυμάσαι μετά τη μεγάλη πυρκαγιά του 1981.

Γ.Λ.: Ακριβώς! Τότε λοιπόν στους Χάρτες αποτυπώνει με κόκκινο τα σπίτια που υπήρχαν, κίτρινες άλλες εκτάσεις και πράσινες ό, τι έχει σχέση με δασικά. Αναρτά το Χάρτη, οπότε όσοι θίγονταν, δηλαδή ήταν μέσα στα πράσινα, έκαναν ενστάσεις. Αυτές οι ενστάσεις εκδικάσθηκαν το 1992 και όλοι όσοι είχαν προσφύγει δικαιώθηκαν. Οι σχετικές αποφάσεις μάλιστα έγραφαν πως ήταν “εντός του οικισμού”. Βέβαια, η υπόθεση δεν προχώρησε στο Εφετείο, όπως θα έπρεπε. Δηλαδή, από το 1992 και μετά η Διεύθυνση Δασών έκανε πίσω. Συνεπώς άφησαν τον κόσμο να κινείται με την ίδια πρακτική: Η Διεύθυνση Πολεοδομικού Σχεδιασμού απαντούσε πως δεν χρειάζεται προσκόμιση βεβαίωσης του Δασαρχείου για να βγει οικοδομική άδεια, μια που ήταν εντός οικισμού, και έτσι συνεχίστηκε μέχρι το 2010, εν γνώσει του ΥΠΕΧΩΔΕ βέβαια.

Λ.Φ.: Και μετά ήρθε το πλήρωμα του χρόνου!!! Στην πορεία βγαίνουν οι δασικοί χάρτες, η υποχρέωση δηλαδή της Ελλάδας να τους εκπονήσει.

Γ.Λ.: Περισσότερο αυτό τους έκαιγε, να προχωρήσουν οι Δασικοί Χάρτες, μια που ήταν και ευρωπαϊκή οδηγία. Αλλά πώς να προχωρήσουν, μια που υπάρχουν και αυτές οι περιπτώσεις με το ΣτΕ να έχει ήδη αμφισβητήσει τα όρια των οικισμών προ του ’23, αλλά και με τους προσωρινούς Κτηματικούς Χάρτες με τα πράσινα παντού; Γόρδιος δεσμός, και το ΥΠΕΧΩΔΕ τότε επιχειρεί να τον λύσει λέγοντας: Όσοι έχουν παλιά Ρυμοτομικά Σχέδια και πολεοδομικές μελέτες, είναι πορτοκαλί, και δεν ανακατεύεται η δασική νομοθεσία εκεί, δηλαδή είναι πλήρως τακτοποιημένα από πολεοδομικής άποψης. Αλλά, για τους οικισμούς τους δικούς μας που οι Νομαρχιακές αποφάσεις βγήκαν μέχρι το 1977, χωρίς Πολεοδομικό Διάταγμα που να ορίζει σαφείς διαδικασίες, αλλά με μια διαμορφωμένη κατάσταση, υπάρχουν εκατοντάδες που έχουν χτίσει, τι θα κάνουμε εκεί; Συνεχίζει λοιπόν το ΥΠΕΧΩΔΕ: Θα τους εξαιρέσουμε από τους Δασικούς Χάρτες και θα πετάξουμε το μπαλάκι στους Δήμους, αυτοί να μαζέψουν όλα τα χαρτιά- Βασιλικά Διατάγματα, διανομές, παραχωρήσεις  και αγοραπωλησίες από τον Ηπίτη, τον Εμπειρίκο, τον Ηλιόπουλο-, όλες τις πράξεις που έχουν κάνει οι κάτοικοι των περιοχών αυτών, και να γίνει συνολικά μια ένσταση για όλους αυτούς που θα σταλεί στο Υπουργείο. Στην ένσταση αυτή πρέπει να φαίνεται για ποιο λόγο άλλαξε ο χαρακτήρας της περιοχής- δηλαδή γιατί από δέντρα έγινε σπίτια. Και μετά, θα κρίνει ο εκάστοτε υπουργός, αν θα πολεοδομηθεί η περιοχή. Λέω “αν”, γιατί ο νόμος δεν λέει ξεκάθαρα ότι θα πολεοδομηθούν αυτές οι περιοχές, αλλά αναφέρει μόνο τη σχετική δυνατότητα του υπουργού να αποφασίσει σχετικά. Καταλαβαίνεις τον όγκο των στοιχείων και πόσο χρονοβόρο, και τελικά αναποτελεσματικό, θα ήταν κάτι τέτοιο.

Ο.Δ.: Ο Νόμος Μπιρμπίλη, όμως, δεν άντεξε πολύ. Το 2014 η τότε καλλικρατική Δημοτική Αρχή πανηγύρισε νέο νόμο, που θεωρήθηκε τακτοποιητικός για τους οικισμούς. Γιατί θεωρήθηκε επιτυχία;

Γ.Λ.: Επειδή έπαιρνε αυτούς τους οικισμούς, που είχαν οριοθετηθεί με τις Νομαρχιακές αποφάσεις που λέγαμε, που είχαν δημοσιευθεί σε ΦΕΚ με κάποια συγκεκριμένα όρια, και τους έβαζε στα πορτοκαλί, δηλαδή μετέφερε τα κίτρινα στα πορτοκαλί, στα τακτοποιημένα. Ήταν το άρθρο 31 του Νόμου 4280/2014.

Ο.Δ.: Που ούτε κι αυτός άντεξε για πολύ μια που ήρθε ο νόμος 4389 το 2016, και οι οικισμοί προ του ’23 ξαναπήγαν πίσω στα κίτρινα, δηλαδή πάλι με αμφιβολίες και αμφισβητήσεις. Σωστά;

Λ.Φ.: Περίπου. Γιατί η γνώμη μου είναι πως ο προηγούμενος νόμος, ο 4280, δεν εφαρμόστηκε κατ’ ουσίαν παρά για πολύ μικρό διάστημα και δεν προσβλήθηκε για πιθανή αντισυνταγματικότητα, οπότε δεν ξέρουμε τι προβλήματα θα προέκυπταν αν εφαρμοζόταν πλήρως. Οπότε, ναι, λέμε ότι μας έλυνε το πρόβλημα, αλλά δεν ξέρουμε τι θα γινόταν αν εφαρμοζόταν. Ήρθε λοιπόν ο 4389 που θεωρώντας πως πρέπει να λυθεί γενικά το πρόβλημα των οικισμών προ του ’23, και όχι μόνο στο Δήμο Διονύσου, όπως είπε ο Γιώργος οικισμοί τέτοιοι υπάρχουν σε όλη την Ελλάδα, και με το μαχαίρι στο κόκκαλο για τους Δασικούς Χάρτες, ασχολείται με αυτό που ονόμαζε “οικιστικές πυκνώσεις”. Περιοχές δηλαδή όπως τα Αλεξανδρέικα στην Κοινότητα Διονύσου, ή και ολόκληροι οικισμοί  στην Ανατολική Αττική, παραθεριστικοί κάποτε που εντωμεταξύ αναπτύχθηκαν. Βάζει λοιπόν τους οικισμούς προ του ‘23 σαν τους δικούς μας στο κίτρινο και τις πυκνώσεις στα ιώδη, στα μωβ, για να λύσει όμως ένα άλλο πρόβλημα, που έχουμε και στο Δήμο Διονύσου, για περιοχές που έχουν μεν αναπτυχθεί οικιστικά αλλά δεν είναι τίποτα ακόμη, δεν έχουν κανένα χαρακτηρισμό. Η προσπάθεια με τα ιώδη προσβλήθηκε και έπεσε στο ΣτΕ, δυο φορές, γι’ αυτό διατηρώ την αμφιβολία, τι θα γινόταν με τον 4280 αν εφαρμοζόταν πλήρως. Κοίτα, το θέμα είναι το εξής: Πρέπει να αναρτηθούν οι Δασικοί Χάρτες, τα Ρυμοτομικά τα παλιά δεν μπαίνουν καν μέσα, όσο για τους οικισμούς πάντα υπήρχε προσπάθεια να μην αναρτηθούν, προσωρινά όμως, στους Χάρτες, μέχρι να συγκεντρωθούν όλα τα στοιχεία, έχουμε και το Δασαρχείο με τα προβλήματα που δημιουργεί- και θα δούμε τι θα γίνει στη συνέχεια.

Γ.Λ.: Το κακό είναι αυτό το “βλέπουμε, θα δούμε”. Δεν έχουμε χρόνο να βλέπουμε πια. Έχουμε 2020, και μ’ αυτές τις λογικές “θα βλέπουμε” για χρόνια. Πρέπει να πάρουμε μια απόφαση.

Λ.Φ.: Έτσι νομίζω είναι η κατάσταση με τους οικισμούς. Και όχι μόνο με τους δικούς μας. Θα φέρω ένα ωραίο παράδειγμα: Όλοι οι οικισμοί του Πηλίου έχουν “πέσει” αυτή τη στιγμή γιατί στηρίζονταν σε Νομαρχιακές αποφάσεις. Και ήταν στα πορτοκαλί, θεωρητικά δηλαδή χωρίς κανένα πρόβλημα! Και μιλάμε για την Τσαγκαράδα, τη Μακρινίτσα, περιοχές που συγκεντρώνουν μεγάλο επενδυτικό ενδιαφέρον. Ε όλοι οι επενδυτές εξαφανίστηκαν όπως καταλαβαίνεις.

Ο.Δ.: Πριν πάμε στο Πήλιο, να μείνουμε λίγο ακόμη στο Δήμο Διονύσου. Γιατί όσο ίσχυε ο 4389, η Διοίκηση κλήθηκε να στείλει στο Κτηματολόγιο τη θέση του Δήμου για τα πορτοκαλί, τα κίτρινα και τα ιώδη. Ανέθεσε, θυμάστε, τη σχετική μελέτη, βγήκαν τα χρωματιστά πολύγωνα, αλλά η- πολιτική- απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου ήταν “όλα πορτοκαλί”, και αυτό έστειλε στο Κτηματολόγιο. Εν συνεχεία οι Υπηρεσίες του Δήμου έστειλαν από την πλευρά τους τα χρωματιστά, με αποτέλεσμα το Υπουργείο σήμερα να ρωτάει τι από τα δυο ισχύει.

Λ.Φ.- Γ.Λ.: Μην ξεχάσεις τους Δασικούς Χάρτες που εκκρεμούν, τον πρόσφατο περιβαλλοντικό Νόμο, το χωροταξικό Νομοσχέδιο που θα βγει στη Διαβούλευση, άγνωστο πότε, και την πρόσκληση του Υπουργείου  προς τους Δήμους για τα Τοπικά Πολεοδομικά Σχέδια. Όλα αυτά είναι σε σύνδεση μεταξύ τους.

Ο.Δ.: Η οποία είναι;

Λ.Φ.: Λοιπόν, στον περιβαλλοντικό- αντιπεριβαλλοντικό, όμως, ουσιαστικά- Νόμο που ψηφίστηκε, αυτό που καταλαβαίνω είναι ότι ανατρέπεται ο σχεδιασμός των Δασικών Χαρτών και ότι αυτοί που ήταν σε πορεία ανάρτησης, φρενάρουν, γιατί μπαίνουν νέες παράμετροι, που δεν είχαν ληφθεί υπόψη. Δεν ακουμπάει μεν τα θέματα των οικισμών, αλλά πισωγυρίζει τους Δασικούς Χάρτες, οπότε όλη η δουλειά που έχει γίνει για την περιοχή μας πάει σίγουρα πίσω, και μάλιστα όταν περιμένουμε τους Χάρτες εδώ και χρόνια με συνεχείς αναβολές. Στο νέο νομοσχέδιο από την άλλη πλευρά που θα βγει, έρχεται το πολύ σοβαρό πρόβλημα του Πηλίου- λόγω των πολύ μεγάλων συμφερόντων και πιέσεων- σε σχέση με τους δικούς μας οικισμούς, οπότε ίσως ακουμπήσει και εμάς με κάποια πρόταση ή λύση.

Ο.Δ.: Στις νέες συνθήκες που διαμορφώνονται, συμπεριλάβατε και την πρόσκληση του Υπουργείου για τα Τοπικά Πολεοδομικά Σχέδια. Θα μπορούσαν αυτά να είναι μια λύση ή προσέγγιση στο πρόβλημα των οικισμών, αν προλάβει να καταθέσει ο Δήμος προτάσεις; Όταν μάλιστα οι προθεσμίες είναι σφιχτές;

Γ.Λ.: Εδώ ερχόμαστε λοιπόν στην επικαιροποίηση της θέσης του Δήμου, που θα συζητηθεί στο σημερινό Δημοτικό Συμβούλιο, που θέλει προσοχή πώς θα αντιμετωπιστεί. Με ποιο στόχο θα γίνει η επικαιροποίηση αυτή τη στιγμή; Ότι εμείς σαν Δημοτικό Συμβούλιο δεχόμαστε ότι όλα είναι πορτοκαλί και μένουμε σ’ αυτό; Ή δεχόμαστε ότι έχουμε και πορτοκαλί και κίτρινα και τα στέλνουμε στο Υπουργείο; 

Λ.Φ.: Την ίδια απορία έχω κι εγώ, αναφορικά με το σκοπό αυτής της επικαιροποίησης. Δεν θα έπρεπε να περιμένουμε τι θα περιλαμβάνει το νέο νομοσχέδιο; Αν σε κατευθύνει, για παράδειγμα, προς τα Τοπικά Πολεοδομικά; Και επιπλέον, μπορεί να είναι ίδια η θέση μας τέσσερα χρόνια μετά; Δεν πρέπει πρώτα να ξαναδούμε και να μελετήσουμε τα νέα δεδομένα; Να περιμένουμε πρώτα να βγει στη διαβούλευση το νομοσχέδιο;

Γ.Λ.: Πιστεύω λοιπόν ότι η χρονική στιγμή δεν είναι κατάλληλη για τέτοιου είδους απόφαση. Γιατί οι κινήσεις για να λύσουμε το δασικό πρόβλημα άπτονται του προβλήματος των ορίων των οικισμών. Δεν μπορούμε να κάνουμε Δασικούς Χάρτες, αν δεν λύσουμε το πρόβλημα με τους οικισμούς και τα όριά τους. Ήδη έρχεται η Διεύθυνση Δασών, αναγνωρίζει πως υπάρχουν προβλήματα, δεν δέχεται τα “όλα πορτοκαλί” και ζητάει μια λύση, αλλιώς θα βάλει την Υπηρεσία της να διορθώνει! Θυμάσαι πως έλεγα τότε, και η Λυδία το ίδιο, πως αντί να τις κάνει κάποιος άσχετος τις διορθώσεις, να τις κάνουμε εμείς. Τώρα πια ούτε κι αυτό αρκεί, γιατί είμαστε ένα βήμα πριν από τον καθορισμό των ορίων. Επομένως το Υπουργείο θα πρέπει να περιμένει. Είναι γνωστό ότι η νυν Διοίκηση του Δήμου έχει ξεκινήσει επαφές με τον υφυπουργό, τον Δ. Οικονόμου, που ζήτησε ένα υπόμνημα από το Δήμο και αν έχουμε κάποια λύση να προτείνουμε. Απ’ όσο γνωρίζω το υπόμνημα έχει σταλεί, αλλά όχι και λύση, νομική. Και δεν γνωρίζω αν μέχρι σήμερα έχει ζητηθεί από τον καλλικρατικό Δήμο για το οικιστικό μας πρόβλημα γνωμοδότηση από εξειδικευμένο νομικό. Με λίγα λόγια, κατά τη γνώμη μου η λύση περνάει μέσα από την τακτοποίηση των ορίων των οικισμών. Γι’ αυτή την τακτοποίηση είναι ανάγκη, είναι απαραίτητο, να πιέσουμε την κυβέρνηση να πάρει θέση. Να εκμεταλλευθούμε μάλιστα, και να συμπεριληφθεί σε νομοθετική πρωτοβουλία, ότι για τον Άγ. Στέφανο, που καταλαμβάνει και τμήμα της Άνοιξης, υπάρχει απόφαση της Επιτροπής του 1940 με την υπογραφή του Προϊστάμενου του τότε πολεοδομικού γραφείου, που είχε την εξουσιοδότηση του άρθρου 14 του ΝΔ του 1923 για τον καθορισμό ορίων προς έκδοση οικοδομικών αδειών, πολύ θετικό εργαλείο που κακώς δεν έχει ληφθεί υπόψη τόσα χρόνια από τις Δασικές Υπηρεσίες, κι ότι στην Άνοιξη υπάρχει το Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο, υπογεγραμμένο από το Υπουργείο Γεωργίας, όπου υπάγονται οι Δασικές Υπηρεσίες αλλά και οι θετικές δικαστικές αποφάσεις, που έχουν προηγούμενα αναφερθεί. Και αν η λύση που τελικά προταθεί από το Υπουργείο έχει να κάνει με τα Τοπικά Πολεοδομικά, ποια κατηγοριοποίηση θα κάνει εν συνεχεία ο Δήμος, αναφορικά με το ποιες Κοινότητες θα πρέπει να προηγηθούν στην εκπόνηση αυτών των Σχεδίων;

Λ.Φ.: Αν η πολεοδόμηση για τις περιοχές μας είχε ξεκινήσει πριν από δέκα χρόνια, όπως πολλοί μηχανικοί προτείναμε τότε, σήμερα ενδεχομένως να είχαμε φτάσει στο τέρμα. Αλλά πολεοδόμηση σημαίνει εισφορές σε γη, περιοχές που θα μείνουν αδόμητες, οικόπεδα αναξιοποίητα κ.λπ. και άλλοι μηχανικοί τότε υποστήριζαν “δεν μπαίνει κανείς στους οικισμούς μας γιατί έχουν όρια”.

Γ.Λ.: Στην Άνοιξη είχε ξεκινήσει η Πολεοδομική Μελέτη, με βάση το εγκεκριμένο Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο, αλλά επειδή ούτε Δασικούς Χάρτες είχαμε ενώ και τα όρια των οικισμών αμφισβητούνταν, το Υπουργείο δεν πήρε τη σχετική απόφαση έγκρισης. Από την άλλη πλευρά ο Δήμος ενέκρινε αδιακρίτως όλες τις ενστάσεις των κατοίκων ακόμη και αν αλληλοσυγκρούονταν, και έτσι η μελέτη- με κύρια ευθύνη των αρμόδιων της πολιτείας- δεν προχώρησε και αναγκάστηκε να επιστρέψει ο Δήμος 800.000 ευρώ από ευρωπαϊκά χρήματα, ως δημοσιονομική διόρθωση.

Ο.Δ.: Τελικά η λύση στο οικιστικό- δασικό πρόβλημα, εκτός προφανώς από τη δικαίωση όσων ιδιοκτητών εξακολουθούν να είναι όμηροί του, τι όφελος θα φέρει στην πόλη ως ολότητα;

Γ.Λ.: Η δικαίωση των ιδιοκτητών, αυτών που έχουν χτίσει ή που έχουν περιουσία μέσα τους οικισμούς και σήμερα είναι παγιδευμένοι σε μια ιδιότυπη ομηρία με ευθύνη της πολιτείας και μόνο, πρέπει να είναι η πρώτη προτεραιότητά μας. Να παλέψουμε για την ανάγκη του άλλου. Κάποιος από το κράτος μέχρι το 1976 έδινε λευκά χαρτιά σε οικογένειες να χτίσουν μέσα στους οικισμούς. Αναλαμβάνει σήμερα κανείς από το κράτος αυτό το λάθος, εφόσον κρίνουν ότι υπάρχει λάθος; Μα το πρόβλημα με τους οικισμούς, έμμεσα, μας αφορά όλους, τους κατοίκους του Δήμου. Για παράδειγμα, όταν παίρνουμε το αυτοκίνητο για να ψωνίσουμε στον Άγ. Στέφανο, περνάμε από δρόμους στενούς, συναντάμε μποτιλιάρισμα, δυσανασχετούμε. Επιπλέον δεν υπάρχει χωροθέτηση των χρήσεων- εκεί οι υπηρεσίες του Δήμου, εκεί τα μαγαζιά, εκεί χώροι για σχολεία, εκεί για πλατείες. Όταν λοιπόν λυθούν τα προβλήματα με τους οικισμούς, θα προχωρήσουν και οι πολεοδομικές μελέτες για την οργάνωση της πόλης, για τους κοινωφελείς και τους κοινόχρηστους χώρους, τα πλάτη των δρόμων και των πεζοδρομίων, οι μονοδρομήσεις και οι αντιδρομήσεις, πού θα χτιστούν νέα σχολεία, ο Δήμος θα ξέρει τις ανάγκες και τους χώρους του.

Λ.Φ.: Να μην ξεχνάμε και την επικινδυνότητα. Στον Άγ. Στέφανο, και στην Άνοιξη νομίζω, και σίγουρα στη Ραπεντώσα, υπάρχουν δρόμοι που όπως μπαίνεις, έτσι βγαίνεις. Είναι τόσο στενοί που χώρος για αναστροφή δεν υπάρχει. Φαντάζεσαι να προκύψει μια φωτιά; Θυμάσαι τις πλημμύρες; Πώς θα μπουν οχήματα Πολιτικής Προστασίας εκεί μέσα; Και πώς θα βγουν; Να σου πω επιπλέον πως τα Πολεοδομικά Σχέδια, εκπονούνται πια με διαφορετικές προδιαγραφές, ορίζουν τι είδους πόλη θέλουμε, έχουν αλλάξει τα πάντα. Εμείς εδώ έχουμε μείνει στη δεκαετία του ’60, με γερασμένο μοντέλο, γιατί άλλο ρόλο εξυπηρετούσαν οι 7 Κοινότητες ως αυτόνομες πόλεις τότε.

Γ.Λ.: Και επειδή οι αριθμοί, ψέματα δεν λένε ποτέ, σύμφωνα με ορισμένους υπολογισμούς που έχω κάνει για το Δήμο Διονύσου, έχω καταλήξει στα παρακάτω συμπεράσματα:

Οι μόνιμοι κάτοικοι στον Δήμο Διονύσου σύμφωνα με την απογραφή του 2011 προσεγγίζουν τους 40.000, για την ακρίβεια είναι 40.193.

Κατοικούν κατά κύριο λόγο στις 7 Δημοτικές Ενότητες και συγκεκριμένα στις περιοχές που καλύπτονται από παλαιά ρυμοτομικά (Αγ. Στέφανος, Ανοιξη, Διόνυσος, Δροσιά, Ροδόπολη, Σταμάτα) και πολεοδομικά σχέδια (Κρυονέρι) καθώς επίσης και στις περιοχές που έχουν οριοθετηθεί με αποφάσεις Νομαρχών ως οικισμοί  προϋφιστάμενοι του 1923 (Αγ. Στεφάνου, Ανοιξης, Διονύσου).

Η συνολική έκταση των παραπάνω περιοχών προσεγγίζει τα 15.000 στέμματα.

Από τους 40.000 κατοίκους οι 16.000, κατοικούν στους 3 οικισμούς των Νομαρχιακών αποφάσεων (Αγ. Στέφανος-Ανοιξη-Ραπεντώσα) δηλαδή ποσοστό 40% του πληθυσμού του Δήμου βρίσκεται σε ομηρία.

Επίσης, αυτό το 40% κατοικεί σε έκταση που έχει εμβαδόν 5800 στρέμματα, δηλαδή ποσοστό 39% της έκτασης του Δήμου βρίσκεται εκτός χωροταξικού-πολεοδομικού σχεδιασμού.

Γίνεται έτσι σαφές πως το ποσοστό του 39% δημιουργεί προβλήματα τόσο στην σωστή λειτουργία όσο και στην μελλοντική ανάπτυξη του ευρύτερου Δήμου Διονύσου.

Ο.Δ.: Σας ευχαριστώ και τους δυο σας πολύ!

Γ.Λ.-Λ.Φ: Κι εμείς!