logo


Γράφει ο Λ. Λάσδας, Σχολικός Ψυχολόγος – Ψυχοθεραπευτής, Υπεύθυνος της Συμβουλευτικής & Ψυχολογικής Υπηρεσίας Δήμου Διονύσου

Όλοι συμφωνούμε στο πόσο δύσκολες είναι οι μέρες που περνάμε, αποφεύγουμε όμως να σκεφτούμε μήπως έχουμε να κερδίσουμε και κάτι. Παρακάτω παραθέτω προσωπικές απόψεις και εστιάζω όχι τόσο στις δυσκολίες, οι οποίες είναι δεδομένες και έχουν αναλυθεί πολύ, αλλά στα σημεία , τα οποία η διαχείριση της  απαγόρευσης από εμάς μπορεί να προσφέρει άλλους  τρόπους ύπαρξης και να αναδείξει νέες δυνατότητες.

Μέσα από την απαγόρευση και την πανδημία μάθαμε λοιπόν:

– Πόσο ευπροσάρμοστοι είμαστε: Στους κανόνες της απαγόρευσης (π.χ. στην τήρηση ωραρίων και λόγων εξόδου, στη χρήσης της μάσκας, στους κανόνες προσωπικής υγιεινής κ.τ.λ.), στην αλλαγή τρόπου εργασίας, στην αλλαγή τρόπου εκπαίδευσης κ.τ.λ., στην επικοινωνία κ.τ.λ.

– Ότι μπορούμε να πειθαρχούμε: Αποδείξαμε πόσο πειθαρχημένοι μπορούμε να είμαστε, όταν οι συνθήκες το απαιτούν, καταρρίπτοντας μύθους όπως ότι οι Έλληνες είναι απείθαρχοι λόγω ιδιοσυγκρασίας κι ότι δεν ακολουθούν τους νόμους και αναζητούν εύκολες λύσεις. Συζήτησα με νέους που ήταν ιδιαίτερα προβληματισμένοι γι’ αυτό που συμβαίνει, πολλοί κλείστηκαν στα σπίτια τους για να μην κολλήσουν γονείς και άλλους  ηλικιωμένους συγγενείς, ανταποκρίθηκαν στο να παρακολουθούν διαδικτυακά τις σχολές τους – παρότι είναι ιδιαίτερα δύσκολο–,  άφησαν σπίτια και σπουδές στην επαρχία για να συνδράμουν στον νέο πιο χαμηλό οικογενειακό προϋπολογισμό αναβάλλοντας την αυτονομία τους, άντεξαν το λεκτικό bullying από πολιτικές παρατάξεις και μεγαλύτερους ότι εξαιτίας τους μεταδίδεται ο ιός και άλλαξαν άρδην την ανέμελη φοιτητική τους καθημερινότητα, θα έλεγα αδιαμαρτύρητα.

– Ότι είμαστε περισσότερο υπεύθυνοι από αυτό που νομίζουμε: Μπήκε έντονα στη ζωή μας η έννοια «αλληλεξάρτηση» και ότι είμαστε υπεύθυνοι τόσο για εμάς τους ίδιους αλλά και για τους  γύρω μας. Είδαμε συνανθρώπους μας να κλείνουν τις επιχειρήσεις τους, να μην σκέφτονται το οικονομικό κόστος και να το κάνουν αγόγγυστα για το δημόσιο όφελος, κάποιοι μπήκαν σε απαγόρευση προληπτικά μπροστά στο ενδεχόμενο να μεταφέρουν τον ιό, άλλοι είχαν να δουν μέρες και μήνες συγγενείς, ενώ ο ιατρικός κλάδος και το νοσηλευτικό προσωπικό ανέβηκε ακόμα πιο πολύ στην εκτίμηση όλων με την ανιδιοτελή  φροντίδα που παρείχε. Όλα τα παραπάνω και πολλά άλλα αποτελούν μαθήματα υπευθυνότητας και παραδείγματα που πρέπει να φέρνουμε στα παιδιά μας για να μπολιαστούν και οι επόμενες γενιές.

– Αλλάξαμε τρόπους να σχετιζόμαστε ή σχετιστήκαμε με περισσότερη ασφάλεια: Καμάρωσα οικογένειες που έδιναν ραντεβού  στο σαλόνι – όπως παλιά – για να παρακολουθήσουν όλοι μαζί  μία ταινία, ενώ μου φάνηκε πολύ έξυπνη η αντικατάσταση της καφετέριας με διαδικτυακό ραντεβού για πρωινό καφεδάκι. Επίσης διαπίστωσα  και αλλαγή στον τρόπο αναζήτησης συντρόφου, ο φόβος του κορονοϊού έκανε τους ανθρώπους πιο προσεκτικούς, τους οδήγησε να διατηρούν περισσότερες αποστάσεις ασφάλειας, να γνωρίζονται καλύτερα πριν βγουν έξω, και να μην ολοκληρώνουν σεξουαλικά σύντομα, χωρίς να έχουν αρκετές πληροφορίες για τον άλλο.

– Ασχοληθήκαμε πιο πολύ και πιο συνειδητά με τα παιδιά μας: Καταρχάς γνωρίσαμε καλύτερα τα παιδιά μας, επειδή είχαμε περισσότερο χρόνο και συναναστροφή μαζί τους: παίξαμε μαζί τους, τα διαβάσαμε, γελάσαμε με τα αστεία τους, ακούσαμε τη μουσική τους,  ασχοληθήκαμε πιο ενεργά με τη διαπαιδαγώγησή τους, και επειδή συνεργάζομαι με νηπιαγωγεία και σχολεία, οι εκπαιδευτικοί  διακρίνουν ότι τα παιδιά είναι πιο ήρεμα από άλλες χρονιές. Η μεγαλύτερη γονεϊκή φροντίδα καθρεφτίζεται στη συμπεριφορά τους, καλός ο παππούς και η γιαγιά ή μια νταντά στο σπίτι, η ενεργή ενασχόληση του γονέα όμως είναι αυτή που γεμίζει το «συναισθηματικό δοχείο»  του παιδιού και ταυτόχρονα κι ο ίδιος ο γονέας αισθάνεται πιο πλήρης, συμμετέχοντας πιο ενεργά στην ανάπτυξή του.  Είμαι σίγουρος, ότι με αφορμή την πανδημία, πολλοί θα επανεκτιμήσουν τη σχέση που έχουν με τα παιδιά τους.

– Αποκτήσαμε μεγαλύτερη αυτογνωσία και βαθύνοια: Ο χρόνος και πώς τον κατανέμουμε, είμαι σίγουρος ότι προβλημάτισε, πολλοί συνειδητοποίησαν ότι «ξοδεύονται» στις πολλές ασχολίες τους και δεν έχουν την απαραίτητη προσήλωση να αφιερωθούν στην οικογένεια, να χαρούν και να καμαρώσουν την προσωπική σχέση με τον ή τη σύντροφο, όπως και την ανάπτυξη των παιδιών τους. Η απαγόρευση, ταυτοχρόνως, δημιούργησε χρόνο για σκέψη, αναρωτηθήκαμε τι είναι σημαντικό για τη ζωή μας και τι όχι, επαναπροσδιορίσαμε στόχους, χαρήκαμε υλικά αγαθά, τα οποία συσσωρεύουμε και  δεν τα απολαμβάνουμε –λόγω έλλειψης χρόνου ή και ενοχών–. Παράλληλα, είχαμε τη δυνατότητα να φιλοσοφήσουμε πάνω σε πιο πνευματικά θέματα – πολλοί από μας μάλιστα ήρθαν αντιμέτωποι με τα βαθύτερα πιστεύω τους –, ενώ συμφιλιωθήκαμε περισσότερο με την ιδέα του θανάτου, γεγονός που μας επιτρέπει να διαχειριστούμε το υπόλοιπο της ζωής μας με μεγαλύτερη διαύγεια και σύνεση

Θεωρώ ότι μας βοηθάει περισσότερο να αποδεχτούμε ότι αυτή η κατάσταση είναι πλέον η πραγματικότητα μας. Εάν σκεφτούμε με αυτόν τον τρόπο, νομίζω ότι ανακτάμε τον έλεγχο και την ευθύνη να παράγουμε λύσεις στο τώρα, για να μπορέσουμε να περάσουμε καλά, ακόμα και κλεισμένοι μέσα στα σπίτια μας, να αποδεχτούμε δηλαδή ότι η χαρά δεν παίρνει αναβολή για όταν «φτιάξουν τα πράγματα», αλλά επιτυγχάνεται στο εδώ και τώρα.

Η απόγνωση που αισθανόμαστε μπροστά σε μια δύσκολη κατάσταση είναι μια αντίδραση απέναντι σε κάτι που δεν ξέρουμε πώς να το αντιμετωπίσουμε – δεν έχουμε την γνώση –, ενώ μια πιο ψύχραιμη και λογική προσέγγιση απελευθερώνει ευκαιρίες να σκεφτούμε διαφορετικά, να παράγουμε νέους τρόπους πέρα από τους καθιερωμένους. Στις δύσκολες καταστάσεις ίσως συνειδητοποιούμε πόσο μονοδιάστατοι είμαστε καθημερινά και ότι έχουμε μάθει να  παράγουμε ευχαρίστηση μόνο με συγκεκριμένους τρόπους. Αλίμονο αν κάποιος έχει μάθει να χαίρεται μόνο με νυχτερινές εξόδους ή μόνο όταν δουλεύει ή αγοράζοντας αγαθά κ.τ.λ.  Αν οι τρόποι που παράγουμε χαρά είναι μονοδιάστατοι και συγκεκριμένοι – και δεν παράγονται αναλόγως με τον χώρο, τον χρόνο και την περίσταση –, συχνά γίνονται ανεπίκαιροι, πάντα ελλοχεύει ο κίνδυνος να συμβεί κάτι που θα μας στερήσει αυτούς τους τρόπους, και τότε κινδυνεύουμε από κατάθλιψη.

Όσον αφορά στα παιδιά, ναι μεν πρέπει να αποδεχτούμε το γεγονός ότι είναι δύσκολο να παραμένουν στο σπίτι, από την άλλη όμως χρειάζεται να τα ενθαρρύνουμε πιο πολύ  να παράγουν λύσεις, αντί να τους παρηγορούμε συνεχώς ότι η κατάσταση θα αλλάξει και να ζητάμε την υπομονή, με άλλα λόγια να αντιμετωπίζουν παθητικά μια δυσκολία.  Ας αξιοποιήσουμε την απαγόρευση προκειμένου να εκπαιδευτούν να αναζητούν ευχάριστες στιγμές, ακόμα και μέσα σε πραγματικά αντίξοες συνθήκες. Βάλτε τους να σκεφτούν, να γράψουν λίστες με πράγματα που μπορούν να κάνουν στο σπίτι, πώς μπορούν να παίξουν, να επικοινωνήσουν, να χαρούν, ας αναδείξουν αυτό που τους ενδιαφέρει, και με αυτό τον τρόπο προπονούνται για το μέλλον. Αποκτούν την τεχνογνωσία πώς π.χ. αύριο που θα βρίσκονται σε μια εργασία να μην καταβάλλονται από τις όποιες δυσκολίες και να οδηγούνται σε απογοήτευση και παραίτηση αλλά πρωτίστως να αναζητούν – ακόμα και στα πλέον απογοητευτικά περιβάλλοντα – αυτό το κάτι που θα τους δώσει τη δύναμη να παλέψουν, να εξελιχθούν και εν τέλει να καμαρώσουν τον εαυτό τους.

Εύχομαι στο μέλλον να μη βιώσουμε ξανά τέτοιες «εφιαλτικές» καταστάσεις, όπου απειλείται η σωματική και ψυχική υγεία. Ας αποδεχτούμε όμως ότι ακόμα και τώρα έχουμε τα περιθώρια να «χρωματίσουμε» την καθημερινότητά μας, και ας βάλουμε ο καθένας ένα προσωπικό στοίχημα να μη μας καθορίζει η αντιξοότητα που θα μας συμβεί, αλλά να είμαστε ο τρόπος που επιλέγουμε να αντεπεξέλθουμε.                                      

Λάμπρος Λάσδας

Σχολικός Ψυχολόγος – Ψυχοθεραπευτής
Υπεύθυνος της Συμβουλευτικής & Ψυχολογικής Υπηρεσίας Δήμου Διονύσου