Αφηγείται ο Στέφανος Μιχιώτης
Ο τρόπος που βλέπουμε τον κόσμο
Κάποτε σ’ ένα όμορφο χωριό ζούσε ένας γέρος. Το σπίτι του ήταν στην είσοδο του χωριού κι αυτός συνήθιζε να κάθεται με τις ώρες και να χαζεύει τους περαστικούς και τους επισκέπτες.
Μια μέρα ένας ταξιδιώτης που έφτασε από ένα μακρινό τόπο, πλησίασε το γέρο και τον ρώτησε: «πώς είναι οι άνθρωποι στο χωριό σας;» Ο γέροντας τον κοίταξε και του ανταπέδωσε την ερώτηση: «πώς βρίσκεις τους ανθρώπους στο δικό σου τόπο;» Ο ταξιδιώτης σάστισε λίγο και μετά απάντησε πως ο τόπος του ήταν γεμάτος έγκλημα, βία κι επιθετικότητα και οι άνθρωποι εκεί ήταν εντελώς αναξιόπιστοι. Τότε ο γέροντας του είπε λυπημένα: «νομίζω πως κι εδώ τα ίδια θα βρεις».
Πέρασε καιρός κι ένας δεύτερος ταξιδιώτης σταμάτησε κι έκανε στο γέρο την ίδια ερώτηση: «πώς είναι οι άνθρωποι στο χωριό σας;» Κι εκείνος του απάντησε πάλι: «πώς τους βρίσκεις στο δικό σου τόπο;» Ο ταξιδιώτης χαμογέλασε και ξεκίνησε να λέει στον γέρο πόσο φιλικοί, καλοσυνάτοι και συμπονετικοί ήταν οι κάτοικοι στον τόπο του. Ο γέροντας τον κοίταξε, του χαμογέλασε πίσω και του είπε: «έτσι θα τους βρεις και δω».
Ο τρόπος που «βλέπουμε» τον κόσμο και όσα συμβαίνουν μέσα σ’ αυτόν συνδέεται άμεσα με τις πεποιθήσεις μας και τις προσδοκίες που έχουμε από τους άλλους και τον εαυτό μας. Το ίδιο κι ο τρόπος που «βλέπουμε» το γείτονα, τον υπάλληλο μιας δημόσιας υπηρεσίας ή τον πελάτη που εξυπηρετούμε εξαρτάται από τις εικόνες και τις «φωνές» (αναπαραστάσεις) που έχουμε στο μυαλό μας από παλιότερες σχέσεις μας με ανθρώπους. Όσο κι αν θέλουμε να πιστεύουμε ότι είμαστε αμερόληπτοι, ανοιχτοί και αντικειμενικοί στην κρίση μας, κάθε άλλο παρά αυτό συμβαίνει. Τις περισσότερες φορές έχουμε ήδη προαποφασίσει τι «πρόκειται να συμβεί» και έχουμε κολλήσει την ετικέτα σ’ αυτόν που έχουμε απέναντί μας. Και το ‘χουμε κάνει με βάση τις αντιλήψεις που έχουμε βαθμιαία σχηματίσει από τις εμπειρίες της ζωής μας.
Όμως από την άλλη, οι αντιλήψεις μας, δηλαδή οι βαθύτερες πεποιθήσεις και προσδοκίες μας από τον κόσμο, επηρεάζονται κι αυτές καθοριστικά από τον τρόπο που τον «κοιτάμε». Από όσα δηλαδή επιλέγουμε να προσέξουμε, ως ενδιαφέροντα ή σημαντικά, και όσα τελικά παραλείπουμε, ως επουσιώδη ή επώδυνα. Αν προσπερνάμε κάτι που είναι διαφορετικό από όσα γνωρίζουμε ή αν στεκόμαστε, με απορία, να το διερευνήσουμε. Αν αποφεύγουμε ό, τι είναι αντίθετο με τις πεποιθήσεις μας, επειδή μας ενοχλεί και μόνο να το κουβεντιάσουμε, ή αν το κρατάμε υπόψη και μπαίνουμε στη βάσανο της αμφισβήτησης. Στην πρώτη περίπτωση κτίζουμε ένα στερεό τοίχο γύρω μας, που όμως δεν μας προστατεύει από τις αναποδιές της ζωής. Στη δεύτερη δημιουργούμε ανοίγματα στα στερεότυπά μας, για να εισρεύσει νέα γνώση, έστω κι αν αυτό μας κάνει να νιώθουμε άβολα για κάποιο διάστημα.
Με λίγα λόγια, όραση και αντιλήψεις αλληλο-τροφοδοτούνται σε μια μη-συνειδητή και μη-γραμμική σχέση (δηλαδή άλλοτε ως αιτία και άλλοτε ως αποτέλεσμα), που επαναλαμβάνεται κάθε φορά που βρισκόμαστε μπροστά σε μια νέα κατάσταση. Όραση και αντιλήψεις είναι δεμένες σ’ ένα σφικτό εναγκαλισμό, που, τις περισσότερες φορές, κυριολεκτικά φυλακίζει το νου μας σε κάποιες αρχικές παραδοχές, βαθιά θαμμένες στο χρόνο, μακριά από το συνειδητό.
Δεν είναι τυχαίο που ένας μεγάλος κβαντικός φυσικός του περασμένου αιώνα, ο David Bohm, διατύπωσε την άποψη ότι «δεν είμαστε εμείς που έχουμε τις ιδέες μας, αλλά μάλλον εκείνες που μας έχουν (πιασμένους)». Γιατί επί της ουσίας, είναι το σύστημα των αντιλήψεών μας που καθορίζει τον τρόπο που βλέπουμε, αντιλαμβανόμαστε και ερμηνεύουμε τον κόσμο και λειτουργούμε μέσα σ’ αυτόν. Σαν άτομα και σαν ομάδες.