logo


Σε μια εξαιρετικά κρίσιμη καμπή για την πρωτοβάθμια Τοπική Αυτοδιοίκηση, η πολιτική συζήτηση επανέρχεται με ένταση γύρω από τις αναγκαίες θεσμικές και οικονομικές τομές που θα καθορίσουν τη βιωσιμότητα και την αποτελεσματικότητα των δήμων τα επόμενα χρόνια. Ενόψει της κοινής συνεδρίασης της ΚΕΔΕ και της ΕΝΠΕ, αλλά και του επικείμενου νέου Κώδικα Αυτοδιοίκησης που ετοιμάζει η κυβέρνηση, το αυτοδιοικητικό τοπίο μεταβάλλεται, εγείροντας υψηλές προσδοκίες και θέτοντας επιτακτικά αιτήματα.

Σύμφωνα με πληροφορίες του in, προκύπτει ένα στοιχείο: για να μπορέσουν οι 332 δήμοι της χώρας να καλύψουν ικανοποιητικά τις ανάγκες των τοπικών κοινωνιών, απαιτείται σταδιακή αύξηση των Κεντρικών Αυτοτελών Πόρων (ΚΑΠ) στα 6 δισεκατομμύρια ευρώ τα επόμενα χρόνια. Σήμερα, το ποσό που κατευθύνεται στους δήμους μέσω ΚΑΠ κυμαίνεται μόλις στα 2,7-2,8 δισ. ευρώ — δηλαδή σχεδόν στο μισό από αυτό που κρίνεται ως λειτουργικά επαρκές.

Πρόκειται για μια διαφορά που δεν μπορεί να αγνοηθεί, ειδικά αν συνυπολογιστεί ότι οι δήμοι είναι ο εγγύτερος θεσμός στον πολίτη και ταυτόχρονα ο θεσμός που επλήγη περισσότερο από όλους στη μνημονιακή περίοδο. Η επιστροφή στα προμνημονιακά οικονομικά επίπεδα θεωρείται ανέφικτη. Ωστόσο, ένας ρεαλιστικός και εφικτός στόχος είναι να αυξηθούν οι ΚΑΠ προοδευτικά ώστε να φτάσουν το επίπεδο των 6 δισ. ευρώ. Μόνο έτσι φαίνεται να μπορεί να διασφαλιστεί μια αξιοπρεπής λειτουργία του θεσμού και μια βιώσιμη παροχή υπηρεσιών στους πολίτες.

Η ανθρώπινη διάσταση της κρίσης

Τα τελευταία δέκα, δεκαπέντε  χρόνια, οι δήμοι είδαν το προσωπικό τους να μειώνεται κατά περίπου 30.000 εργαζομένους — κυρίως λόγω συνταξιοδοτήσεων. Η υποστελέχωση αυτή, σε συνδυασμό με την υποχρηματοδότηση, δεν έκαμψε τη λειτουργικότητα των δήμων, χάρη στις υπερπροσπάθειες των δημοτικών αρχών και του υπάρχοντος προσωπικού. Κατά τη διάρκεια τόσο της υγειονομικής όσο και της ενεργειακής κρίσης, η Τοπική Αυτοδιοίκηση απέδειξε ότι παραμένει ο πυλώνας στήριξης για κάθε πολίτη, χωρίς διακρίσεις και χωρίς αποκλεισμούς.

Όπως υπογραμμίζει σε όλους τους τόνους, η Αυτοδιοίκηση δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως επαίτης. Αντίθετα, πρέπει να αναγνωρίζεται θεσμικά και ουσιαστικά ως στρατηγικός εταίρος του κράτους στην καθημερινή διαχείριση των αναγκών των πολιτών αλλά και ως ένας ουσιαστικός αναπτυξιακός μοχλός που γνωρίζει καλύτερα από οποιονδήποτε τις ανάγκες και τις δυνατότητες της κάθε τοπικής κοινωνίας.

Νέος Κώδικας και το θεσμικό διακύβευμα

Ο νέος Κώδικας Αυτοδιοίκησης, που αναμένεται να φέρει η κυβέρνηση στη Βουλή τους επόμενους μήνες, θεωρείται κομβικής σημασίας. Οι αλλαγές που θα περιλαμβάνει θα πρέπει να απαντούν σε καίρια ζητήματα: τη θεσμική κατοχύρωση των αρμοδιοτήτων των δήμων, την προστασία της καταστατικής θέσης των αιρετών, την απλοποίηση των διαδικασιών και φυσικά την ενίσχυση της τοπικής διακυβέρνησης με μόνιμο προσωπικό και σύγχρονες δομές, με την ΚΕΔΕ να έχει υποβάλει κατόπιν σκληρής και απαιτητικής εργασίας όλες τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις που χρειάζονται, προς την πλευρά της Πολιτείας.

Η κυβέρνηση δείχνει τα τελευταία χρόνια μια πρόθεση να στηρίξει την Αυτοδιοίκηση, με «ενέσεις» ρευστότητας και ενίσχυση μέσω έκτακτων χρηματοδοτήσεων. Ωστόσο, αυτό δεν μπορεί να υποκαταστήσει τη σταθερή και επαρκή χρηματοδότηση που απαιτείται για την ουσιαστική λειτουργία των δήμων.

Το θετικό αυτό κλίμα πρέπει όχι μόνο να διατηρηθεί αλλά και να ενταθεί. Με την προκήρυξη μόνιμων προσλήψεων, με ένα σύγχρονο θεσμικό πλαίσιο και με σεβασμό στο ρόλο των αιρετών, η Πολιτεία οφείλει να αποδείξει έμπρακτα ότι βλέπει την Τοπική Αυτοδιοίκηση όχι απλώς ως μια βαθμίδα διακυβέρνησης, αλλά ως πολύτιμο και ισότιμο συνεργάτη στην εθνική προσπάθεια για ανάπτυξη, κοινωνική συνοχή και δημοκρατική ενδυνάμωση.

Η κοινή συνεδρίαση της ΚΕΔΕ με την ΕΝΠΕ στις 28 Απριλίου, λοιπόν, δεν είναι απλώς μια θεσμική συνάντηση. Είναι ένα κρίσιμο πολιτικό ορόσημο που θα αποτυπώσει τις προτεραιότητες της ελληνικής αυτοδιοίκησης και θα δώσει το στίγμα για την επόμενη ημέρα. Και αυτή η επόμενη ημέρα πρέπει να βρει τους δήμους και τις περιφέρειες με φωνή, ρόλο και –κυρίως– με τα μέσα για να κάνουν τη δουλειά τους: να βρίσκονται δίπλα στον πολίτη.

πηγή: in.gr